ανεμοπόλεμος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
ο (Μ ἀνεμοπόλεμος)
νεοελλ.
η ανεμοπάλη, η θύελλα
μσν.
αψιμαχίες, ακροβολισμοί.