ανεπίληπτος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπίληπτος, -ον)
μη επιλήψιμος, άμεμπτος, άψογος, τέλειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επίληπτος (< επιλαμβάνω) «αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος»].