ανεπίληπτος

From LSJ

ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ → for a scorpion keeps watch at every stone

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπίληπτος, -ον)
μη επιλήψιμος, άμεμπτος, άψογος, τέλειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επίληπτος (< επιλαμβάνω) «αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος»].