ανερμήνευτος

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνερμήνευτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ερμηνευθεί ή δεν επιδέχεται ερμηνεία, ανεξήγητος
2. ανέκφραστος, απερίγραπτος.