ανησυχητικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό (και ανησυχαστικός)
αυτός που προκαλεί ανησυχία και αγωνία, ταραχή και φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανησυχώ. Η λ. ανησυχητικός μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς και αναφέρεται στο ουσ. «φήμαι». Η λ. ανησυχαστικός μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικολάου Κοντοπούλου ως μτφρ. του γαλλ. τ. inquietant].