ανθρωποδικία

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek Monolingual

η
1. θεωρία για την ηθική φύση του ανθρώπου
2. το μέρος της θεολογίας που πραγματεύεται την ανθρώπινη φύση (πρβλ. θεοδικία).