αντίλοξος

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

ἀντίλοξος, -ον (Μ) (το νεοελλ. μόνο ως επίρρ.)
λοξός, πλάγιος
νεοελλ.
επίρρ. αντίλοξα
πλάγια.