αντεμπίπτω
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
Greek Monolingual
ἀντεμπίπτω (Α)
1. περιέρχομαι στη θέση κάποιου άλλου
2. αντεπιτίθεμαι.
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
ἀντεμπίπτω (Α)
1. περιέρχομαι στη θέση κάποιου άλλου
2. αντεπιτίθεμαι.