αντεφίστημι

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

ἀντεφίστημι (Α)
αναδεικνύω κάποιον σ' ένα αξίωμα για ν' αντιμετωπίσω κάποιον άλλο.