αντικείμενο
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Greek Monolingual
το αντίκειμαι
1. κάθε τι που μπορεί να υποπέσει στις αισθήσεις μας, κυρίως στην όραση και την ακοή, κάθε τι που ανήκει στον εξωτερικό κόσμο
2. εκείνο που προκαλεί κάποιο συναίσθημα («αντικείμενο πόθου, μίσους» κ.λπ.)
3. το θέμα που απασχολεί κάποιον («αντικείμενο μελέτης, προβληματισμού» κ.λπ.)
4. ο τελικός σκοπός τον οποίο επιδιώκει κάποιος
5. κάθε μέρος του λόγου που λειτουργεί ως αποδέκτης της ενέργειας του ρήματος, δηλ. ο όρος που συμπληρώνει άμεσα ή έμμεσα την έννοια του ρήματος (άμεσο αντικείμενο-έμμεσο αντικείμενο).