τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
αντίκρυ
1. βρίσκομαι αντίκρυ
2. βλέπω κάποιον ή κάτι απέναντι μου
3. συναντώ
4. βλέπω κατά πρόσωπο, αντιμετωπίζω
5. αντιλέγω, αυθαδιάζω
6. ισοσκελίζω τα έσοδα και τα έξοδα («αντικρύζω τα έξοδα μου»).