αντικρύζω

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source

Greek Monolingual

αντίκρυ
1. βρίσκομαι αντίκρυ
2. βλέπω κάποιον ή κάτι απέναντι μου
3. συναντώ
4. βλέπω κατά πρόσωπο, αντιμετωπίζω
5. αντιλέγω, αυθαδιάζω
6. ισοσκελίζω τα έσοδα και τα έξοδα («αντικρύζω τα έξοδα μου»).