αντιλαμβάνομαι

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek Monolingual

(AM ἀντιλαμβάνω κ. -ομαι)
1. καταλαβαίνω, κατανοώ, εννοώ
2. έχω ικανότητα αντιληπτική