αντιπέμπω

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73

Greek Monolingual

ἀντιπέμπω (Α)
1. στέλνω απάντηση
2. στέλνω πίσω ήχο, αντηχώ
3. στέλνω κάτι ως ανταμοιβή
4. φρ. «ἀντιπέμπω στρατιάν» — στέλνω στρατό εναντίον κάποιου
5. στέλνω κάποιον για ν' αντικαταστήσει κάποιον άλλο.