ανόρθωση
From LSJ
Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft
Greek Monolingual
η (AM ἀνόρθωσις)
1. ανοικοδόμηση, αναστήλωση («ἀνόρθωσις τών τειχῶν»)
2. επανόρθωση, βελτίωση, αποκατάσταση («ανόρθωση της οικονομίας», «Χαῖρε ἀνόρθωσις τών ανθρώπων»)
νεοελλ.
η μετατροπή του εναλλασσόμενου ρεύματος σε συνεχές.