απαραμύθητος
From LSJ
Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches
Greek Monolingual
ἀπαραμύθητος, -ον (AM) παραμυθούμαι
ο απαρηγόρητος
αρχ.
1. ο αδυσώπητος
2. ο αδιόρθωτος
3. ο αστήριχτος, ο αθεμελίωτος
4. ο ανικανοποίητος, ο αχόρταγος.