οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
(AM ἀπιστῶ, -έω)
1. δεν πιστεύω στον θεό
2. δείχνομαι άπιστος, απειθώ σε κάποιον, παρακούω
3. προδίδω
νεοελλ.
αποσκιρτώ, αυτομολώ
μσν.- νεοελλ.
1. προδίδω τη συζυγική ή ερωτική πίστη
2. προδίδω τη θρησκευτική μου πίστη, αλλαξοπιστώ
μσν.
επαναστατώ
αρχ.
αμφιβάλλω, δυσπιστώ.