απλοϊκότητα

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

η
1. αφέλεια, αγαθότητα
2. ανοησία, μωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απλοϊκός. Ο τ. απλοϊκότης μαρτυρείται από το 1862 στον Κωνστ. Ξανθόπουλο].