αποβραδίς

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source

Greek Monolingual

και -δύς επίρρ.
το βράδυ, το περασμένο βράδυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < από - + βραδύ (< βραδύς). Το -ς (αποβραδύς) και η γραφή σε -ις (αποβραδίς) κατά το ενωρίς κ.τ.ό].