αποδεικτικός

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀποδεικτικός, -όν) αποδεικνύω
ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για απόδειξη, αυτός που αποδεικνύει
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αποδεικτικό
έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται ή επιβεβαιώνεται κάτι
αρχ.
1. (για ανθρώπους) επιστημονικός, ακριβής
2. «αποδεικτική ιστορία» — η ιστορία στην οποία τα γεγονότα εκτίθενται κανονικά και εξηγούνται.