Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αποκουμπώ

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169

Greek Monolingual

κ. απακουμπώ (-άω) (Μ ἀπακουμπῶ)
στηρίζομαι κάπου
νεοελλ.
1. τοποθετώ, στηρίζω κάτι σ' ένα σημείο
2. αποθέτω το φορτίο μου και ξεκουράζομαι
3. ξαπλώνω για να αναπαυθώ ή να κοιμηθώ
4. βρίσκω περίθαλψη ή προστασία.