αποκουμπώ
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
κ. απακουμπώ (-άω) (Μ ἀπακουμπῶ)
στηρίζομαι κάπου
νεοελλ.
1. τοποθετώ, στηρίζω κάτι σ' ένα σημείο
2. αποθέτω το φορτίο μου και ξεκουράζομαι
3. ξαπλώνω για να αναπαυθώ ή να κοιμηθώ
4. βρίσκω περίθαλψη ή προστασία.