αποξένωση
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
Greek Monolingual
η (AM ἀποξένωσις)
νεοελλ.
το να καθίσταται ή να θεωρείται κάποιος ξένος
αρχ.-μσν.
ο αποχωρισμός
αρχ.
η διαμονή σε ξένο τόπο.