αποξένωση

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

η (AM ἀποξένωσις)
νεοελλ.
το να καθίσταται ή να θεωρείται κάποιος ξένος
αρχ.-μσν.
ο αποχωρισμός
αρχ.
η διαμονή σε ξένο τόπο.