αποξένωση

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

η (AM ἀποξένωσις)
νεοελλ.
το να καθίσταται ή να θεωρείται κάποιος ξένος
αρχ.-μσν.
ο αποχωρισμός
αρχ.
η διαμονή σε ξένο τόπο.