αποσκληρύνω

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀποσκληρύνω, Α κ. -σκληρῶ, -όω)
καθιστώ κάτι σκληρό ή σκληρότερο από ό,τι ήταν.