απόμακρος

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
Ι. μακρινός, απομακρυσμένος
II. επίρρ. απόμακρα
1. από μακριά, από μεγάλη απόσταση
2. μακριά, σε μεγάλη απόσταση
3. με υπονοούμενα, με υπαινιγμούς.