αράχνειος

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀράχνειος, -ον)
ο σχετικός με την αράχνη ή εκείνος που προέρχεται απ' αυτήν.