αρίζηλος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Greek Monolingual
ἀρίζηλος, -ον και -η, -ον (Α)
Ι. 1. φανερός, καταφανής
2. (για τη λάμψη ουράνιων σωμάτων) πολύ φωτεινός, λαμπρός
3. (για ήχο) ισχυρός, δυνατός
4. (για πρόσωπα) θαυμαστός
II. επίρρ. σαφώς («ἀριζήλως εἰρημένα» — αυτά που έχουν ειπωθεί ξεκάθαρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του αρίδηλος «προφανέστατος, εύκολα αναγνωρίσιμος». Το β' συνθετικό προέρχεται πιθ. από τ. -δyηλος (< δέοντο «φαινόταν»), αν και η άποψη ότι αποτελεί παραλλαγή του δήλος, όπου το j είναι μια μορφή διπλού δ, είναι περισσότερο υποστηρίξιμη].