αρίδηλος

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479

Greek Monolingual

ἀρίδηλος, -ον (Α)
1. φανερός, ορατός από παντού ή από μακριά
2. σαφής, ολοφάνερος, ξεκάθαρος
3. περιφανής, θαυμαστός
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀριδήλως
ολοφάνερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + δήλος «φανερός, ορατός»].