ασημένιος

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

-ια, -ιο
1. ο κατασκευασμένος από ασήμι
2. αυτός που έχει το χρώμα του ασημιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ασήμι + (κατάλ.) -ένιος (πρβλ. κοντυλένιος, μαλαματένιος, σιδερένιος κ.ά.)].