ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
ἀστίτης, ο (Α)ο αστός, ο πολίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ κατά το πολ-ίτης].