αστυχημικός
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
Greek Monolingual
ο
χημικός επιστήμονας στην υπηρεσία της αστυνομίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + χημικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στα Έγγραφα Διευθύνσεως Αστυνομίας Αθηνών και Πειραιώς].