αστόξενος

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

Greek Monolingual

ἀστόξενος, ο, η (Α)
ο επίσημος φιλοξενούμενος μιας πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + ξένος «φίλος, φιλοξενούμενος»].