ασύμμετρος

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσύμμετρος και ἀξύμ-, -ον)
δυσανάλογος προς κάτι ή προς τα μέρη του
νεοελλ.
1. αυτός που δεν παρουσιάζει αρμονικό σύνολο
2. φρ. «ασύμμετρα ποσά» — ποσά που δεν έχουν κοινό μέτρο
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να μετρηθεί με κάποιο κοινό μέτρο
2. υπερβολικά μεγάλος ή υπερβολικά μικρός
3. ανάρμοστος, ακατάλληλος.