ασώματος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσώματος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει σώμα ή σωματική υπόσταση
2. αυτός που υπάρχει ως πνεύμα
μσν.- νεοελλ.
(ως ουσ., συνήθως στον πληθ.) οι άγγελοι και οι Αρχάγγελοι
νεοελλ.
ο ναός των Αρχαγγέλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σώματος < σώμα (πρβλ. ηδυσώματος, τρισώματος κ.ά.)].