ατέλεστος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτέλεστος, -ον) τελώ
1. ανεκτέλεστος
2. ασυμπλήρωτος
αρχ.-μσν.
ο αμύητος ή ο αβάπτιστος
αρχ.
1. ο χωρίς αποτέλεσμα, ο μάταιος, ο άσκοπος
2. ατέλειωτος, απέραντος
3. ακατόρθωτος
4. (για χώρα) ατελής, απαλλαγμένος από φορολογία.