αυλακιά

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

η
1. το αυλάκι που ανοίγει το αλέτρι
2. η λουρίδα σε κήπο όπου φυτεύονται τα κηπευτικά («μια αυλακιά ντομάτες»)
3. τμήμα αγρού του οποίου η έκταση καθορίζεται από τις αυλακιές κατά τη σπορά («έσπειρα τρεις αυλακιές»).