αυτονομία

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

η (AM αὐτονομία) αυτόνομος
η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο, μια ομάδα, κοινότητα ή πολιτεία καθορίζει τους νόμους που τη διέπουν.