δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
η (AM αὐτονομία) αυτόνομοςη κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο, μια ομάδα, κοινότητα ή πολιτεία καθορίζει τους νόμους που τη διέπουν.