αυτοτελής
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
Greek Monolingual
-ές (AM αὐτοτελής, -ές)
1. τέλειος, πλήρης αφεαυτού, αυτάρκης
2. ανεξάρτητος, αυθύπαρκτος
αρχ.
1. απόλυτος, αυτοδύναμος
2. αυτός που επαρκεί στον εαυτό του, επαρκής, αυτοσυντήρητος
3. αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, που καθορίζει μόνος τις υποχρεώσεις του
4. ανέκκλητος, τελεσίδικος
5. αυτός που έχει την ικανότητα ή την απόλυτη εξουσία να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -τελής < τέλος (πρβλ. ατελής, ευτελής, ισοτελής, υποτελής κ.ά.)].