αυτουργός
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM αὐτουργός, -όν)
νεοελλ.
(κυρίως ως ουσ.) εκείνος που πραγματώνει με δική του ενέργεια ή παράλειψη την αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος ή ενεργεί πράξη που περιέχει αρχή εκτέλεσής του
αρχ.-μσν.
1. αυτός που ενεργεί μόνος του, χωρίς βοήθεια
2. όποιος ενεργεί ανεξάρτητα από άλλους
αρχ.
1. αυτός που εργάζεται με τα ίδια του τα χέρια
2. αυτός που καλλιεργεί τη γη μόνος του
3. μτφ. αυτοδίδακτος
4. αυτός που υποβάλλει τον εαυτό του σε βαριά εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + -ουργός < -Fοργός < έργον].