αφετηρία
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ἀφετήριος, -α, -ον) αφετήρ
το θηλ. ως ουσ. η γραμμή από την οποία ξεκινούν οι δρομείς
νεοελλ.
1. το σημείο από το οποίο ξεκινούν λεωφορεία και άλλα μεταφορικά μέσα
2. αρχή, ξεκίνημα
αρχ.
1. ο κατάλληλος να εκσφενδονίζει αντικείμενα
2. «ἀφετήριοι Διόσκουροι» — τα αγάλματα των Διοσκούρων που στόλιζαν το στάδιο
3. το ουδ. ως ουσ. το ἀφετήριον
έξοδος, στόμιο λιμανιού.