ἀφετήριος
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
α, ον, (ἀφίημι)
A for letting go, ἀ. ὄργανα engines for throwing stones, etc., J.BJ3.5.2, cf. 5.6.3.
2 ἀφετηρία (sc. γραμμή), ἡ, starting-point of a race, CIG2758iiiD7 (Aphrodisias), Sch.Ar.Eq.1156: hence ἀ. Διόσκουροι, whose statues adorned the race-course, Paus.3.14.7; ἀ. ἕρμα AP9.319 (Philox.): metaph., ἀφετήριον πρὸς μάθησιν S.E.M.1.41; ἀ. ἡ ῥητορική Phld.Rh.1.223S.
3 ἀφετηρία· ἀρχή, ἡγεμονία, Hsch.
4 ἀφετήριον (sc. πλοίων), τό, outlet of a harbour, Str.11.2.4.
5 gate of a sluice, PLond.3.1177.291 (ii A.D.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
I 1concr. disparador, de lanzamiento ἀφετήριον ὄργανον catapulta I.BI 3.80, cf. 211, 285, μηχαναί I.BI 3.166.
2 en las carreras propio de la salida, de salida ἀφετήριοι Διόσκουροι estatuas de los Dioscuros situadas en la salida Paus.3.14.7, ἕρμα AP 9.319 (Philox.).
II subst. ἡ ἀ.
1 salida en las carreras CIG 2758 III D.7 (Afrodisias, imper.), Sch.Ar.Eq.1159.
2 cauce, canal, PLond.1177.291 (II d.C.), POxy.2146.6 (III d.C.), Hippol.Haer.5.21.10.
3 inicio del debate, Mac.Mgn.Apocr.3.23
•ἀφετηρία· ἀρχή, ἡγεμονία Hsch.
III subst. τὸ ἀ. punto de partida pred. (Εὐφράτην) ἀφετήριον εἰς τὴν βασιλέως γῆν Charito 5.1.3
•esp. punto de partida o base de expediciones navales ἄριστον δ' ἀφετήριον τοῦτο τὸ χωρίον ἐστὶν ἐπὶ τὰς ... νήσους Str.5.2.6, cf. 11.2.4
•fig. punto de partida, inicio τῶν τέχνων εἶναι ... ἀ. τὴν ῥητορικήν Phld.Rh.1.223, (γραμματική) οἷον ἀφετήριον πρὸς τὴν τῶν ἄλλων μάθησιν S.E.M.1.41.
German (Pape)
[Seite 409] 1) zum Loslassen, Abschießen, ὄργανα, Schleudermaschinen. Suid. – 2) zum Entlassen gehörig, Διόσκουροι, die an der ἀφετηρία, an den Schranken, standen, Paus. 3, 14; Ἑρμῆς ἀφετήριον ἕρμα Philox. ep. (IX, 319); τὸ ἀφετήριον, der Hafen, als Platz zum Auslaufen, Strab. XI p. 494.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
I. qui sert à lancer (des projectiles);
II. qui concerne le lieu d'où les chars ou les chevaux s'élancent dans la carrière ; p. suite qui préside à l'entrée de la carrière (ép. des Dioscures, dont les statues se trouvaient à l'entrée du stade) ; subst. ἡ ἀφετηρία (γραμμή) entrée de la carrière, ligne de départ ; τὸ ἀφετήριον lieu d'embarquement, port.
Étymologie: ἀφετήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφετήριος: (ᾰ) пускающий или побуждающий (πρὸς τὴν μάθησιν Sext.): ἀφετήριον ἕρμα Anth. бюст Гермеса на ристалище (как покровителя состязаний).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφετήριος: -α, -ον, (ἀφίημι) κατάλληλος πρὸς τὸ ἐκρίπτειν τι, κτλ.· ἀφ. ὄργανα, μηχαναὶ πρὸς τὸ ἐκρίπτειν λίθους, κτλ. Ἰωσήπ. Ἱ. Πόλ. 3. 5, 2, πρβλ. 5. 6, 3. 2) ἀφετηρία (ἐνν. γραμμή), ἡ ὕσπληγξ, βαλβίς, ἄφεσις, δηλ. τὸ μέρος ὅθεν ἀφίενται οἱ σταδιοδρόμοι (Πολυδ. Γ΄, 147), Συλλ. Ἐπιγρ. 2758. ΙΙΙ. Δ. 7. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1156, πρβλ. Συνές. 161C: ― ἐντεῦθεν, ἀφ. Διόσκουροι, ὧν τὰ ἀγάλματα ἐκόσμουν τὸ στάδιον. Παυσ. 3. 14. 7, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 319: ― μεταφ., ἀφετήριον πρὸς μάθησιν Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 41. 3) τὸ ἀφετήριον (ἐνν. πλοίων), ἡ ἔξοδος λιμένος, Στράβ. 494· πρβλ. ἀφετὸς ΙΙ.
Greek Monotonic
ἀφετήριος: -α, -ον (ἀφίημι), κατάλληλος να φύγει ή να ξεκινήσει αγώνα· ἀφετήριοι Διόσκουροι, που τα αγάλματά τους στέκονταν στο σημείο εκκίνησης, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἀφίημι
for letting go or starting for a race: ἀφ. Διόσκουροι whose statues stood at the starting place, Anth.