αχράς

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀχράς, Μ ἀχλάς)
νεοελλ.
το δέντρο των τροπικών χωρών Αχράς η σαπότα
αρχ.-μσν.
η άγρια αχλαδιά και ο καρπός της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., με επίθημα -αδ-, που απαντά συχνά σε ονόματα δένρων και φυτών (πρβλ. οινάς «αμπέλι», ερινάς «αγριοσυκιά» κ.ά.). Εξάλλου δεν αποκλείεται μία σχέση με το άχερδος. Από τη λ. αχράς προέκυψε και το νεοελλ. αχλάδα].