αἰγοπόδης
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
αἰγοπόδου, ὁ, = αἰγιπόδης, APl.1.15.
Spanish (DGE)
-ου de pies de cabra Σάτυρος AP 16.15.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγοπόδης: -ου, ὁ = αἰγιπόδης, Ἀνθ. Πλαν. 1. 15.
Greek Monotonic
αἰγοπόδης: -ου, ὁ = αἰγιπόδης, σε Ανθ.
Middle Liddell
= αἰγιπόδης, Anth.]
German (Pape)
ziegenfüßig, Ep.adesp. 412 (Plan. 15).