αἱμαλώδης
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
v.l. for αἱματώδης, Hp.Epid.4.29 (Erot.).
Spanish (DGE)
-ες
var. antigua frec. de αἱματῶδης sanguinolento οὔρει αἱμαλῶδες Hp. en Erot.64.9, pero v. αἱματώδης.