βαλανιδιά

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source

{{grml |mltxt=και βελανιδιά, η [[βαλανίδι και βελανίδι
1. κοινή ονομασία του δέντρου δρυς η αιγίλωψ (quercus aegilops)
2. ξύλο βαλανιδιάς. }}