δρυς
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Greek Monolingual
ο, η και δρυ, το (AM δρῡς, η)
1. δέντρο τών δασών, του οποίου υπάρχουν πολλά είδη
ο καρπός του περιέχει άφθονο άμυλο, βαλανιδιά
2. παροιμ. «δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται» — όταν χάσει κανείς τη δύναμη του όλοι σπεύδουν να επωφεληθούν
αρχ.
1. κάθε δέντρο
2. άλλα δέντρα που παράγουν βαλανίδια
3. γέρος εξασθενημένος από την ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δρυς ανάγεται σε ΙΕ ρ. drŭ- «δένδρο», η οποία με άλλες μεταπτωτικές βαθμίδες εμφανίζεται σε διάφορες λέξεις
πρβλ. δόρυ < dor-w, αρχ. ινδ. dāru, δένδρεον < der-drew-on, καθώς και στη γλώσσα του Ησυχίου «δροόν (< drow-)- ισχυρόν, Αργείοι». Η μακρότητα του τύπου οφείλεται είτε στο ότι πρόκειται για λέξη θηλυκού γένους (αναλογικά προς άλλες ονομασίες δένδρων) είτε στο ότι είναι τύπος μονοσύλλαβος. Συνδέεται με αρχ. ινδ. dru- «ξύλο» στα dru-șad- «αυτός που κάθεται στο ξύλο», su-dru- «αυτό που αποτελείται από καλό ξύλο», αρχ. σλ. drŭva «ξύλο», αλβ. dru (< druua) «ξύλο, δένδρο» κ.ά. Για τη σημ. «σταθερός, ισχυρός» που εμφανίζεται στη γλώσσα του Ησύχ. «δροόν- ισχυρόν» (από την ίδια ρίζα der-w- / dr-eu- «δένδρο») υπετέθη ότι είναι υστερογενής και ότι προήλθε από την ονομασία του ξύλου].