βουνώδης
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
βουνῶδες, = βουνοειδής, hilly, Plb.2.15.8, etc.; θίς Plu.Crass. 25.
Spanish (DGE)
-ες
montañoso τόποι Plb.2.15.8, 5.22.1, θίς β. duna Plu.Crass.25.
German (Pape)
[Seite 459] ες, hügelig, Pol. 2, 15 u. öfter; Plut. Crass. 25.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
c. βουνοειδής.
Étymologie: βουνός, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
βουνώδης: Polyb., Plut. = βουνοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
βουνώδης: -ες, =βουνοειδής, ὀρεινός, Πολύβ. 2. 15. 8, κτλ.
Greek Monolingual
βουνώδης, -ες (Α) βουνός
βουνοειδής, ορεινός.