βουνοειδής
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
βουνοειδές, hill-like, hilly, D.S.5.40, Str.11.8.4, Plu.Thes.36, etc.
Spanish (DGE)
-ές
de aspecto montuoso ἀναστήματα D.S.5.40
•en forma de túmulo σχῆμα Str.11.8.4, τόπος Plu.Thes.36.
German (Pape)
[Seite 458] ές, hügelartig, hügelig, τόπος Plut. Thes. 36; ἀνάστημα D. Sic. 5, 40.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
semblable à une colline, montueux.
Étymologie: βουνός, εἶδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουνοειδής -ές βουνός, εἶδος heuvelachtig.
Russian (Dvoretsky)
βουνοειδής: имеющий вид холма или холмистый (τόπος Plut.; ἀνάστημα Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
βουνοειδής: -ές, ὅμοιος βουνῷ, βουνώδης, Διόδ. 5. 40, Πλούτ. Θησ. 36.
Greek Monolingual
βουνοειδής, -ές (Α)
όμοιος με βουνό.
Greek Monotonic
βουνοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που είναι όμοιος με βουνό, σε Πλούτ.