βραχνιάζω

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

1. κάνω κάποιον να πάθει βραχνάδα, προκαλώ βραχνάδα
2. γίνομαι βραχνός, έχω βραχνάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ. ενεστ. οριστ.) βραγχιάζω (μαρτυρείται μόνο στην ευκτική, βραγχιάζοισθε «πνίγοισθε», στον Ησύχιο), παρεκτεταμένος τύπος του βραγχιώ].