βωξίτης

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source

Greek Monolingual

ο
το κύριο πέτρωμα από το οποίο με κατάλληλη επεξεργασία παράγεται το αλουμίνιο.