βόλεμα

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

το βολεύω
1. τοποθέτηση πράγματος στη θέση του, συγύρισμα
2. πρόχειρη και προσωρινή αντιμετώπιση κάποιας δυσχέρειας
3. επιτυχία ή το να καταλάβει κάποιος μια θέση χωρίς να την αξίζει
4. συνουσία.